- μαρμαρική
- η1) искусство мраморщика, резчика; 2) мраморная часть здания, сооружения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαρική — μαρμαρικός prepared from marble fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρικός — ή, ό (Α μαρμαρικός, ή, όν) [μάρμαρος] νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρική η τέχνη τού μαρμαρά, η μαρμαρογλυφία («μαθαίνει τη μαρμαρική») 2. το σύνολο τών μερών ενός οικοδομήματος τα οποία είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο («έχει αναλάβει τη… … Dictionary of Greek
МАРМАРИКА — • Marmarica, η̉ Μαρμαρική, восточная область по северному берегу Африки подле Египта, причисляемая большею частью географов к Киренаике, простиралась к югу до Аммонского оазиса и заключала на этом пространстве 2 главные части:… … Реальный словарь классических древностей
Мармарика — Историческая область • Северная Африка Мармарика … Википедия
Marmarica — Die Marmarica (griechisch Μαρμαρική Marmarike) ist eine antike Landschaft an der Nordküste von Afrika zwischen Ägypten und Kyrenaia. Die Bewohner nannte man Marmaridai (lateinisch Marmaridae). Nach Pseudo Skylax erstreckte sich deren… … Deutsch Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μαρμαρουργία — η [μαρμαρουργός] η τέχνη τού μαρμαρογλύπτη, η μαρμαρική, η μαρμαρογλυπτική … Dictionary of Greek
μαρμαρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού μαρμαρουργού 2. αυτός που χρησιμεύει στον μαρμαρά 3. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρουργική η μαρμαρική, η τέχνη τού μαρμαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρουργός. Ο τ. μαρμαρουργική είναι απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek